- τετανοπαθής
- -ές, Ναυτός που πάσχει από τέτανο.[ΕΤΥΜΟΛ. < τέτανος + -παθής (< πάθος)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τετανοπαθής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή, αυτός που πάσχει από τέτανο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τετανικός — ή, ό / τετανικός, ή, όν, ΝΜΑ [τέτανος] (για πρόσ.) αυτός που πάσχει από τέτανο, τετανοπαθής νεοελλ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον τέτανο ή που μοιάζει με τέτανο («τετανική τοξίνη» η τοξίνη που παράγεται από το βακτηρίδιο τού τετάνου) 2.… … Dictionary of Greek
τετανοπάθεια — η, Ν [τετανοπαθής] ασθένεια από τέτανο … Dictionary of Greek
τετανικός, -ή,-ό — 1. αυτός που σχετίζεται με τον τέτανο. 2. αυτός που πάσχει από τέτανο, τετανοπαθής … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)